Doc.gr
Posted: Monday, 28 April 2014
1) O γάμος ασκεί επίδραση στις εξής συμπεριφορές υγείας:  
α) κατανάλωση αλκοόλ
β) χρήση ουσιών
γ) κατανάλωση τσιγάρων
δ) άσκηση-διατροφή
ε) όλα τα παραπάνω  

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: ε
  Ο γάμος μπορεί να επηρεάσει την υγεία μέσω της επίδρασής του σε συμπεριφορές υγείας όπως, την κατανάλωση αλκοόλ, τη χρήση ουσιών, την κατανάλωση τσιγάρων, την άσκηση και τη διατροφή. Ο γάμος σχετίζεται με υγιεινότερες συμπεριφορές υγείας σε κάποιες περιπτώσεις και με λιγότερο υγιεινές σε κάποιες άλλες. Οι έρευνες επισημαίνουν ότι ο γάμος μειώνει τη συνολική κατανάλωση αλκοόλ τόσο στις γυναίκες όσο και στους άνδρες. Επίσης, ο γάμος σχετίζεται με μειωμένη χρήση μαριχουάνας για τους νέους άνδρες αλλά λιγότερο για τις γυναίκες. Για τις επιπτώσεις του γάμου στη χρήση ουσιών σε μεγαλύτερους ενήλικες δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία. Σε αντίθεση με τις έρευνες για το αλκοόλ και τη χρήση ουσιών, έρευνες για την επίδραση του γάμου στο βάρος και τη φυσική δραστηριότητα έδειξαν ότι ο γάμος μπορεί να έχει αρνητικές επιδράσεις στις συμπεριφορές υγείας και μπορεί να ενθαρρύνει μια πιο καθιστική ζωή. Αρκετές μελέτες δείχνουν ότι ο γάμος οδηγεί στην αύξηση του σωματικού βάρους, τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες. Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι ο γάμος μπορεί να οδηγεί σε μείωση της φυσικής δραστηριότητας κυρίως στους άνδρες.  

2) Το χαμηλό επίπεδο συζυγικής ικανοποίησης στο γάμο:
α) σχετίζεται με την εκδήλωση ψυχοπαθολογίας
β) δε σχετίζεται με την εκδήλωση ψυχοπαθολογίας  

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: α

Το επίπεδο της συζυγικής ικανοποίησης σχετίζεται αιτιακά με την ψυχοπαθολογία καθώς οι άνθρωποι αναπτύσσουν συμπτώματα ψυχοπαθολογίας ως μέθοδο για να διαχειριστούν προβλήματα στη σχέση τους. Τα συζυγικά προβλήματα προβλέπουν την έναρξη ψυχικών ασθενειών, συμπεριλαμβανομένων της ανησυχίας, της διαταραχής της διάθεσης και της χρήσης ουσιών. Αρκετές έρευνες έχουν εστιάσει στην κατάθλιψη δείχνοντας σύνδεσή της με τις συζυγικές συγκρούσεις. Το στρες στο γάμο αλληλεπιδρά με την ευαλωτότητα-ευαισθησία αυξάνοντας τον κίνδυνο για κατάθλιψη. Οι συνδέσεις μεταξύ της κατάθλιψης και της σωματικής ασθένειας σχετίζονται με τη δυσλειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και τις φτωχές συμπεριφορές υγείας όπως είναι η ελλιπής άσκηση, οι διαταραχές ύπνου, η μη ισορροπημένη διατροφή και η αύξηση της χρήσης ουσιών.  

3) Οι παντρεμένοι έχουν:
α) αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο
β) μειωμένο καρδιαγγειακό κίνδυνο
γ) καρδιαγγειακό κίνδυνο ανάλογο με το επίπεδο της συζυγικής ικανοποίησης.  

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: γ
 

Έρευνες δείχνουν πως μεσήλικες που ζούσαν με σύντροφο είχαν μειωμένο κίνδυνο να πεθάνουν από ισχαιμικό καρδιακό επεισόδιο σε σύγκριση με όσους έμεναν μόνοι, αν και η απόλυτη διαφορά είναι μικρή. Η διαφορά αυτή μπορεί να εξηγείται από τα επίπεδα συμμόρφωσης στη θεραπεία, την αναζήτηση ιατρικής βοήθειας και το διαθέσιμο υποστηρικτικό δίκτυο. Οι σύγχρονες έρευνες προσφέρουν περιορισμένα στοιχεία για την επίδραση του γάμου στη σωματική υγεία. Πρόσφατες έρευνες δείχνουν μια θετική επίδραση του γάμου στον τρόπο με τον οποίο οι άνδρες αξιολογούν τη συνολική σωματική τους υγεία. Τέτοια επίδραση δε φαίνεται στις γυναίκες. Οι έρευνες δείχνουν μια θετική επίδραση στη σωματική υγεία των γυναικών όπως μετρήθηκε από τη συχνότητα εμφάνισης ασθενειών. Αντίθετα, η συζυγική σύγκρουση αυξάνει τον καρδιακό ρυθμό και την αρτηριακή πίεση. Τα ζευγάρια που είναι πιο εχθρικά κατά τη διάρκεια καβγάδων έχουν ισχυρότερες καρδιαγγειακές αντιδράσεις με αυξημένο κίνδυνο για εκδήλωση καρδιαγγειακής νόσου. Επίσης, η χαμηλή συζυγική ικανοποίηση σχετίζεται με αυξημένα επίπεδα ορμονών του στρες, όπως η κορτιζόλη. Οι αρνητικές διαντιδράσεις μεταξύ των συζύγων διεγείρουν τη συμπαθητική λειτουργία του οργανισμού που έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των επιπέδων των κατεχολαμινών κατά τη διάρκεια και μετά τη σύγκρουση του ζευγαριού. Οι γυναίκες που ανέφεραν υψηλό συζυγικό στρες είχαν 2,9 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να χρειαστούν καρδιακή χειρουργική επέμβαση, να υποφέρουν από καρδιακή προσβολή ή να πεθάνουν από καρδιαγγειακή νόσο σε σύγκριση με τις γυναίκες που δε βίωναν συζυγικό στρες και είχαν πιο υγιή γάμο.  

4) Ένας ταραχώδης γάμος επηρεάζει την εργασιακή απόδοση.
α) Σωστό
β) Λάθος  

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: α

Το συζυγικό στρες  μπορεί να αποτελεί ένα χρόνιο στρεσογόνο παράγοντα. Μια ανασκόπηση έδειξε ότι οι στρεσογόνοι γάμοι αποτελούν ισχυρό παράγοντα στρες για τα ζευγάρια. Στην πραγματικότητα δυστυχισμένοι παντρεμένοι άνθρωποι έχουν χειρότερη ποιότητα ζωής και υγείας σε σύγκριση με τους ανύπανδρους. Το συζυγικό στρες μπορεί να επηρεάσει το επίπεδο λειτουργίας των ανθρώπων και στο εργασιακό περιβάλλον. Βρέθηκε ότι όσοι έχουν συζυγικές ανησυχίες ανέφεραν υψηλότερο στρες κατά τη διάρκεια της ημέρας και είχαν υψηλότερα επίπεδα πρωινής κορτιζόλης με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η εργασιακή τους απόδοση.
 

5) Τα προσδόκιμο ζωής είναι μεγαλύτερο:
α) στα παιδιά μονογονε’ι’κών οικογενειών
β) στα παιδιά παντρεμένων ζευγαριών
γ) δε σχετίζεται με την οικογενειακή δομή  

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: β
 

Ο γάμος έχει πιθανές μακροπρόθεσμες συνέπειες για τη σωματική υγεία ενός ζευγαριού με παιδιά. Συγκεκριμένα, οι έρευνες δείχνουν ότι το να μεγαλώνει ένα παιδί με παντρεμένους γονείς σχετίζεται με καλύτερη υγεία στην ενήλικη ζωή και αυξημένο προσδόκιμο ζωής. Τέτοιες διαγενεακές επιδράσεις υγείας είναι ισχυρές στους άνδρες. Υπάρχουν λιγότερα στοιχεία που να εξετάζουν πιθανές διαφορές στις γυναίκες. Η πιθανότερη εξήγηση είναι ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν με δύο γονείς συνήθως λαμβάνουν περισσότερη εκπαίδευση και επιδεικνύουν υγιεινότερες συμπεριφορές υγείας ως ενήλικες σε σχέση με παιδιά που προέρχονται από άλλους τύπους οικογένειας. Αυτές οι διαφορές, με τη σειρά τους, έχουν συνέπειες στην υγεία και τη μακροζωία.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
 

Hammen, Constance (2005). "Stress and Depression". Annual Review of Clinical Psychology 1: 293–319.
 

Robles, Theodore F.; Slatcher, Richard B.; Trombello, Joseph M.; McGinn, Meghan M. (2014). "Marital quality and health: A meta-analytic review". Psychological Bulletin 140 (1): 140–87.
 

Kim, Hyoun K., and Patrick McKenry. “The Relationship Between Marriage and Psychological Well-Being. ”Journal of Family Issues
, vol. 23, no. 8, 2002, pp. 885-911.


  • Διάδωσέ αυτό το άρθρο: